- δεμάτιασμα
- το [δεματιάζω]1. το να δεματιάζει κανείς2. η συσκευασία σε δέματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεμάτιασμα — το η συσκευασία πραγμάτων σε δέματα: Βοηθούσε τον πατέρα του στο δεμάτιασμα του καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεμάτωση — η το δεμάτιασμα … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek